- κεν(ο)-
- (ΑΜ κεν[ο]- και κενε[ο]-)α' συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β' συνθετικό α) παρουσιάζει έλλειψη ή ανεπάρκεια («κενανδρία», «κενόσαρκος»), β) είναι άδειο («κεναγγία», «κενοτάφιο»), γ) είναι μεταφορικά άδειο, στερείται περιεχομένου («κενεγκράνιος», «κενοθρησκεία», δ) είναι μάταιο («κένελπις», «κενόδοξος»). Οι λ. που εμφανίζουν α' συνθετικό κεν(ο)- ή κενε(ο)- (βλ. λ. κενός) είναι οι ακόλουθες: κενε(ο): αρχ. κενεαγγίη, κενεαγγικός, κενεαγγώ, κενεαγορία, κενεαγόρας, κενεαυχής, κενεηγορία, κενεηγόρος, κενεήφατος, κενεολογία, κενεοφροσύνη, κενεόφρωνμσν.κενεαύχημα. κεν(ο)-: κενεμβατώ, κενοδοξία, κενόδοξος, κενοδοξώ, κενοκοπώ, κενολογία, κενολόγος, κενολογώ, κενόσοφος, κενόσπονδος, κενοτάφιοαρχ.κεναγγής, κεναγγία, κενανδρία, κένανδρος, κεναυχής, κενεγκράνιος, κενεμβάτησις, κενεμεσία, κενήριον, κενοβουλία, κενογάμιον, κενοδοντίς, κενοδρομία, κενοδρομώ, κενοθρησκεία, κενοκάματος, κενόκρανος, κενολατρεία, κενολεκτώ, κενολεξία, κενοπάθεια, κενοπάθημα, κενοπαθώ, κενοποιός, κενοποιώ, κενοπονώ, κενόπρησις, κενοσπουδία, κενοσπουδώ, κενοταφώ, κενόφοβος, κενοφρόνημα, κενοφροσύνη, κενόφρωναρχ.-μσν.κενοτομώ, κενοφωνία, κενοφωνώμσν.κένελπις, κενεμβασίη, κένογκος, κενόγλωσσος, κενοδοξικώς, κενοδόξισμα, κενόκομπος, κενολόγημα, κενομοχθία, κενορρημοσύνη, κενόσαρκος, κενοσπουδαστής, κενόφωνοςνεοελλ.κενοσοφία].
Dictionary of Greek. 2013.